- χαμάμ
- [хамам] ουσ. о. άκλ. баня, купанье
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χαμάμ — χαμάμ, το και χαμάμι, το (λ. τουρκ.) 1. θερμόλουτρο σε ξερό και θερμό αέρα που συνοδεύεται από μαλάξεις και πλύσεις με νερό, τουρκικό λουτρό. 2. ο χώρος όπου γίνονται τουρκικά λουτρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμάμ — και χαμάμι, το, Ν άκλ. 1. θερμό λουτρό σε ξηρό και θερμό αέρα, που συνήθως ακολουθείται από μαλάξεις και πλύσεις με νερό, τουρκικό λουτρό 2. ο χώρος στον οποίο γίνεται το λουτρό αυτό 3. συνεκδ. κάθε κλειστός και πολύ ζεστός χώρος («χαμάμ έχει… … Dictionary of Greek
Mitilini — Gemeinde Mytilini Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) DEC … Deutsch Wikipedia
Mitylene — Gemeinde Mytilini Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) DEC … Deutsch Wikipedia
Mytilene — Gemeinde Mytilini Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) DEC … Deutsch Wikipedia
Mytilini — Stadtgemeinde Mytilini (1918–2010) Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) … Deutsch Wikipedia
Chios (Stadt) — Chios Χίος … Deutsch Wikipedia
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
σούρα — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κοίλης Συρίας, χτισμένη στις όχθες του Ευφράτη, έδρα της 16ης ρωμαϊκής λεγεώνας. Καταστράφηκε από τον Χοσρόη, αλλά ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό. Ταυτίζεται με τη σημερινή πόλη Χαμάμ. 2. Πόλη της Μ. Ασίας, στα … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek